φωνίδα

φωνίδα
η
μονάδα ακουστότητας του ήχου, που χρησιμοποιείται σε μετρήσεις της έντασης των ήχων και των θορύβων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωνίδα — η, Ν μετρολ. βλ. φωνίς …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνίς — ίδος, η, ΝΑ, και φωνίδα Ν νεοελλ. μετρολ. άλλη ονομασία τής μονάδας φων αρχ. φωνίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς / ίδα). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phone (< φωνή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”